λῃστρική

λῃστρική
λῃστρικός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λῃστρικῇ — λῃστρικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • ληστρικός — ή, ό (AM λῃστρικός, ή, όν) [ληστρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς πόλεμος» Πλούτ.) 2. αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική πράξη») 3. φρ. «ληστρική σύνοδος»… …   Dictionary of Greek

  • κούρσος — το (Μ κοῡρσος και κρούσος και κοῡρσον, τὸ, και κοῡρσος, ὁ) 1. ληστρική επιδρομή, λεηλασία 2. πολεμική λεία, λάφυρο μσν. 1. ληστρική συμμορία 2. αρπαγή 3. φρ. «βάνω κοῡρσος» λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cursus] …   Dictionary of Greek

  • Флавиан св. епископ константинопольский — (Flavianus) св. епископ константинопольский; умер в 449 г. Евнух Хризафий, бывший сторонником Евтихия, старался восстановить против Ф. императора Феодосия II. Противником Ф. был также епископ александрийский Диоскор. Под их влиянием была… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Флавиан, св. епископ Константинопольский — (Flavianus) ум. в 449 г. Евнух Хризафий, бывший сторонником Евтихия, старался восстановить против Ф. императора Феодосия II. Противником Ф. был также епископ александрийский Диоскор. Под их влиянием была императрица Евдоксия, стремившаяся… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • ιλάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ή Ιλαρίων. Ασκήτευσε κλεισμένος μέσα σε ένα πολύ στενό δωμάτιο. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε επί Τραϊανού, μαζί με τον θείο του Πρόκλο στην Άγκυρα της Γαλατίας. Η μνήμη τους… …   Dictionary of Greek

  • κουρσεύω — (I) (Μ κουρσεύω) [κούρσος] 1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώ νεοελλ. 1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω 2. καταστρέφω νεοελλ. μσν. κυριεύω, εκπορθώ μσν. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, η, ον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”